τζόστρα

τζόστρα
και τζούστρα, η, Ν
η γκιόστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra «μονομαχία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γκιόστρα — (giostra).Ιταλική λέξη που χαρακτηρίζει είδος ιππικών αγώνων κατά τον Μεσαίωνα. * * * και γιόστρα, η (Μ τζόστρα) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] …   Dictionary of Greek

  • τζούστρα — η, Ν βλ. τζόστρα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”